υποχλωριαιμία

υποχλωριαιμία
η, Ν
ιατρ. ελάττωση τού χλωρίου που περιέχεται στο αίμα, η οποία εμφανίζεται συνήθως μαζί με υπονατριαιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypochloremia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”